-
1 σκεπαστήριος
A fitted for covering, defensive, δοραῖς χρῆσθαι ς. D.S.1.24;ὅπλον Id.5.18
;τὰ σ. ὅπλα D.H.2.38
,39; also τὰ ς. (without ὅπλα) Id.8.89; of a cloak, Ph.1.20; of a shield for the eyes, Herod.Med. ap. Orib. 10.8.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπαστήριος
См. также в других словарях:
σκεπαστήριος — ία, ον, ΜΑ 1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ. β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον α) επενδύτης, πανωφόρι β) ασπίδα για τα μάτια … Dictionary of Greek